Πέμπτη 25 Απριλίου 2013

Υπολογισμός της Ειδικής Εισφοράς Αλληλεγγύης στα όρια των εισοδηματικών κλιμακίων


Η ονομασία που δόθηκε στην ειδική αυτή φορολογία του Ν 3986/2011, έτσι ή αλλιώς υπογραμμίζει τον κοινωνικό σκοπό της επιβολής της. Η αλληλεγγύη είναι μια έννοια που προσδιορίζει έναν στενό δεσμό των ανθρώπων σε μια προσέγγιση των προβλημάτων που κάποιοι αντιμετωπίζουν, χωρίς υστεροβουλία, στο πλαίσιο της προσφοράς αγαθών ή υπηρεσιών. Στην περίπτωση της Ειδικής Εισφοράς Αλληλεγγύης, αναλαμβάνει το κράτος να αφυπνίσει το βαθύτατο αυτό συναίσθημα του ανθρώπου και να υλοποιήσει τις προθέσεις του, ώστε να συγκεντρώσει τα αναγκαία χρηματικά ποσά για να στηρίξει εκείνους που σε δεδομένη χρονική στιγμή ή περίοδο αντιμετωπίζουν δυσκολίες. Συγκινεί δε ιδιαίτερα το γεγονός ότι όλοι όσοι «δέχονται» την πρόσθετη αυτή «φορολογική επίθεση» στα εισοδήματά τους (ό,τι απέμεινε ακόμη), διαπιστώνουν τελικά ότι οι «θυσίες» δεν γίνονται άδικα, αλλά τα οικονομικά μέσα που συγκεντρώνονται κατευθύνονται προς τον στόχο, ήτοι την στήριξη των αναξιοπαθούντων και στερούμενων των υλικών μέσων, μελών της κοινωνίας.
Είναι ευδιάκριτο το ειρωνικό στοιχείο που εμπεριέχεται στις παραπάνω σκέψεις, αφού τελικά ο φορολογούμενος και επιβαρυνόμενος  με την εισφορά, πολίτης, δεν έχει καθαρή εικόνα, ούτε και ενημέρωση, σχετικά με τον προορισμό του αποτελέσματος αυτής της φορολογίας. Ο πολίτης αναρωτιέται αν θα μπορούσε η εκτελεστική εξουσία (μέσω του «σοφού νομοθέτη», μην ξεχνιόμαστε!), να αναζητήσει σε άλλες φορολογητέες βάσεις τα πρόσθετα έσοδα που χρειάζεται ο προϋπολογισμός, χωρίς να μειώνει σε συνολικό επίπεδο όλα τα εισοδήματα  που αποκτώνται στη χώρα, περιορίζοντας ακόμη περισσότερο την αγοραστική δύναμη και «ενισχύοντας» την ύφεση. Αναρωτιέται, πόσο εφικτό θα ήταν, εναλλακτικά, αντί της επιβολής της εισφοράς, να αυξανόταν κατά μία ποσοστιαία μονάδα ο ανώτερος συντελεστής της φορολογικής κλίμακας. Αναρωτιέται επίσης αν θα ήταν δυνατόν, να ρυθμιζόταν διαφορετικά μια οποιαδήποτε ιδιαίτερη φορολογία σε ανελαστικής ζήτησης αγαθά  και υπηρεσίες που η κατανάλωσή και η χρήση τους επιβαρύνει το κοινωνικό κόστος, όπως είναι το αλκοόλ, τα προϊόντα καπνού, ή τα «νόμιμα» τυχερά παιχνίδια
Ωστόσο, μπορεί να διακρίνει κάποιος την πρόθεση του νομοθέτη για την «δικαιότερη» επιβολή της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης, με την έννοια ότι ήταν «ιδιαίτερα προσεκτικός» στον τρόπο υπολογισμού της, κατά την αλλαγή των κλιμακίων των εισοδημάτων και την μεταφορά τους σε μεγαλύτερο φορολογικό συντελεστή. Το σχετικό εδάφιο στην διάταξη έχει ως εξής (όπου, μάλλον ξέφυγε στον συντάκτη και αντί της «ειδικής» χρησιμοποιεί την λέξη «έκτακτη». Σε κάθε  περίπτωση ας ελπίσουμε ότι θα τηρηθεί το διάστημα 2011-2015): «Το ποσό της έκτακτης εισφοράς περιορίζεται αναλόγως, σε κάθε περίπτωση ώστε το συνολικό καθαρό εισόδημα που προκύπτει μετά την αφαίρεση της ειδικής εισφοράς να μην υπολείπεται του καθαρού εισοδήματος που απομένει μετά την αφαίρεση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης, η οποία υπολογίστηκε με την εφαρμογή του αμέσως προηγούμενου συντελεστή».
Αυτό βέβαια αποφασίστηκε επειδή η έκτακτη αυτή φορολογία, δεν ακολουθεί την προοδευτική μέθοδο, αλλά είναι αμιγώς αναλογική, αφού υπολογίζεται μεν, με τον αντίστοιχο συντελεστή του κλιμακίου, αλλά από το πρώτο ευρώ εισοδήματος, χωρίς αφορολόγητο ποσό. Σκόπιμο είναι να υπογραμμισθεί ότι ο υπολογισμός της εισφοράς είναι ανεξάρτητος από τον υπολογισμό του φόρου εισοδήματος, με την έννοια ότι ούτε αφαιρείται από το εισόδημα για να προσδιοριστεί ο φόρος, ούτε επηρεάζεται από το ύψος αυτού.  
Υπενθυμίζουμε τα κλιμάκια επιβολής της εισφοράς (βλέπε και την Πολ. 1167/2011):
                Καθαρό εισόδημα από:   12.001,00 έως   20.000,99:  συντελεστής 1%
                Καθαρό εισόδημα από:   20.001,00 έως   50.000,99:  συντελεστής 2%
                Καθαρό εισόδημα από:   50.001,00 έως 100.000,99:  συντελεστής 3%
                Καθαρό εισόδημα από: 100.001,00 και άνω:              συντελεστής 4%.
Συνεπώς, σύμφωνα με την ερμηνεία της Διοίκησης το ποσό της έκτακτης (ειδικής) εισφοράς αλληλεγγύης περιορίζεται αναλόγως, ώστε το εναπομένον εισόδημα μετά την αφαίρεση του ποσού της ειδικής εισφοράς να μην είναι μικρότερο από αυτό που προκύπτει, με την εφαρμογή του αμέσως μικρότερου συντελεστή στο όριο εισοδήματος  του προηγούμενου κλιμακίου. Άρα, το καθαρό ποσό του εισοδήματος που απομένει μετά από την αφαίρεση του ποσού της ειδικής εισφοράς του κλιμακίου με συντελεστή 1%, δεν πρέπει να είναι μικρότερο από 12.000,99 ευρώ,  με συντελεστή 2% δεν πρέπει να είναι μικρότερο από 19.800,98 ευρώ, με συντελεστή 3% δεν πρέπει να είναι μικρότερο από 49.000,97 ευρώ, ενώ  με συντελεστή 4% δεν πρέπει να είναι μικρότερο από 97.000,96 ευρώ.
Περαιτέρω, αν θέλουμε να γνωρίζουμε το εισόδημα, το οποίο υπερβαίνει μεν το όριο του προηγούμενου κλιμακίου, αλλά «επιδιώκουμε» την χαμηλότερη επιβάρυνσή του, θα διαιρέσουμε το εκάστοτε μικρότερο ποσό εισοδήματος, δια του συντελεστή:
                                      1 –  (συντελεστής κλιμακίου / 100)
Παράδειγμα 1ο : Καθαρό εισόδημα (για την επιβολή της εισφοράς) που υπερβαίνει τις 50.000 ευρώ και θα ενταχθεί στον αναλογικό συντελεστή 3%, θα έχει την ελάχιστη επιβάρυνση, αν είναι 50.516,46 ευρώ:
                 49.000,97 / (1 – 0,03) = 49.000,97 / 0,97 = 50.516,46 ευρώ
Το ποσό της εισφοράς είναι: 50.516,46 χ 3% = 1.515,49 ευρώ, οπότε αφαιρούμενο από το εισόδημα, απομένει το  ποσό των 49.000,97 ευρώ.
Αν το εισόδημα είναι μεγαλύτερο από 50.516,47 (και μέχρι 100.000,99 ευρώ) θα επιβαρυνθεί με τον αναλογικό συντελεστή 3%. Αν το εισόδημα είναι μικρότερο από 50.516,46 ευρώ (αλλά μέχρι 50.001,00 ευρώ), το ποσό της εισφοράς που θα υπολογιστεί, δεν θα μειώσει το εισόδημά του κάτω από το όριο των 49.000,97 ευρώ.
Παράδειγμα 2ο: Καθαρό εισόδημα που υπερβαίνει τις 20.000 ευρώ, θα έχει την ελάχιστη επιβάρυνση αν είναι 20.205,08 ευρώ.
                  19.800,98 / (1 – 0,02) = 19.800,98 / 0,98 = 20.205,08  ευρώ
Το ποσό της εισφοράς είναι: 20.205,08 χ 2% = 404,10 ευρώ, οπότε αφαιρούμενο από το εισόδημα, απομένει το ποσό των 19.800,98 ευρώ.
Αν το εισόδημα είναι μεγαλύτερο από 20.205,08 (και μέχρι 50.000,99 ευρώ) θα επιβαρυνθεί με τον αναλογικό συντελεστή 2%. Αν το εισόδημα είναι μικρότερο από 20.205,08 ευρώ (αλλά μέχρι 20.001,00 ευρώ), το ποσό της εισφοράς που θα υπολογιστεί, δεν θα μειώσει το εισόδημά του κάτω από το όριο των 19.800,98 ευρώ.
Ωστόσο, αν η κλίμακα ήταν προοδευτική, με αφορολόγητο τις 12.000 ευρώ (γεγονός που θα έκανε δικαιότερη την επιβολή), το εισόδημα των 20.205,08 ευρώ, θα επιβαρυνόταν με την ειδική εισφορά ως εξής:
   [ (20.000,99 - 12.000,00) χ 1% = 80,01  ] + [ (20.205,08 - 20.001,00) χ 2% = 4,08 ]
Σύνολο: 84,09 ευρώ.
Ακόμη και χωρίς την ύπαρξη αφορολόγητου ποσού, η επιβάρυνση θα ήταν μικρότερη κατά 50%, περίπου (204,09 ευρώ).
Συνεπώς, το δίκαιον θα ήταν η προοδευτικότητα της κλίμακας, με ή χωρίς αφορολόγητο ποσό και όχι οι ενδιάμεσοι υπολογισμοί στα όρια των εισοδημάτων, οι οποίοι σε κάθε περίπτωση, δεν μεταβάλλουν την «σκληρή» αναλογική διαδικασία και την επιβολή της εισφοράς από το πρώτο ευρώ.

Νίκος Σγουρινάκης http://epixeirisi.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου